- απεχθητικος
- ἀπεχθητικόςἀπ-εχθητικός3полный ненависти или зависти Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απεχθητικός — ἀπεχθητικός, ή, όν (Α) γεμάτος έχθρα, φθονερός … Dictionary of Greek
ἀπεχθητικός — full of hatred masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)